ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ

1910-1989

Ένας επαναστάτης δεν γίνεται νάναι συνάμα και κλασικός. Αλλά µε τον Τσαρούχη γίνεται. Την ηµέρα που ο ζωγράφος αυτός τόλμησε να αναζητήσει τον Ερµή όχι στο όρος Όλυμπος αλλά στο «καφενείον ο Όλυμπος», ένας μύθος κατέβηκε από τα βιβλία στη ζωή, ενώ το µάτι του καλλιτέχνη υποχρεώθηκε να ατενίσει αλλιώς τον κόσµο. Με άλλα λόγια, η νεοελληνική πραγματικότητα, παραμορφωμένη ως τότε από µια ψεύτικη Φιλολογία, ερχόταν να πάρει τη φυσική της θέση µέσα στα πλαστικά ενδιαφέροντα του καιρού µας. Και ο ζωγράφος, εντοπισµένος µέσα στο χώρο που του όριζε αυτή, επωμιζόταν τις ευθύνες να βρει τη μοναδική έκφραση που ἁρμοζε στην ιδιοτυπία της. Στο µέτρο που ο Τσαρούχης φάνηκε άξιος να καθαρίσει το εικόνισμα του Ελληνισμού από τα περίσσια µαλάματα, είναι ένας επαναστάτης που δεν πήγε να καταλύσει αλλά να ανακαλύψει µια παράδοση. Στο μέτρο όµως που πέτυχε να αξιοποιήσει τα κρυφά της διδάγµατα είναι ένας κλασικός.

Βιογραφία

Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε το 1910 στον Πειραιά, «.,όπου το φως είναι αργυρό και χρυσό» όπου και πέρασε τη παιδική του ηλικία. Οι πρώτες του εµπειρίες, που αργότερα σημάδεψαν το έργο και την αισθητική του, ήταν τα νεοκλασικά σπίτια και το θέατρο σκιών του Καραγκιόζη.

«Γεννήθηκα στο τελευταίο πάτωμα ενός σπιτιού τρίπατου στην οδό Λουκά Ράλλη και βασιλέως Γεωργίου, στον Πειραιά. Όπως τα περισσότερα σπίτια στον Πειραιά ήταν νεοκλασικό... Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σαν να σεργιανίζεις σε µια γιγαντιαία σκηνογραφία µε βράχια και ωραία σπίτια µε αγάλματα και αετώματα»

Την χρονική περίοδο 1925-1928 εξασκείται στη ζωγραφική κάνοντας µικρές μελέτες εκτου φυσικού, τοπία µε σπίτια, νεκρές φύσεις, προσωπογραφίες, καθώς και κάποιες δοκιµές µετακυβιστικής τεχνοτροπίας. Παρουσιάζει µια ζωγραφική µακέτα σκηνικού στην έκθεση των «Ασπούδαστων ζωγράφων» στο Άσυλο Τέχνης) του Νίκου Βέλμου (1928), ενώ το 1929 εκθέτει ακουαρέλες στην ομαδική έκθεση µε τίτλο Τα σπίτια της παλιάς Αθήνας πάλι στο 'Άσυλο Τέχνης’. Στις επισκέψεις του σε Μουσεία αντιγράφει δείγµατα διακοσµητικής και εφαρμοσμένης τέχνης και αρχιτεκτονικής από τη λεγόμενη λαϊκή παράδοση (κεντήματα, σπίτια από αποτυπώσεις εσωτερικών χώρων, λειτουργικά αντικείµενα κ.ά.).

Το 1928 κάνει και την πρώτη επαγγελματική του δουλειά στο θέατρο, δημιουργώντας τα σκηνικά και τα κοστούμια για την Πριγκίπισσα Μαλένα του Μέτερλινγκ, που ανεβάζει ο Φώτος Πολίτης στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Καθ᾽ όλη τη διάρκεια της ζωής του παράλληλα µε τη ζωγραφική θα εργαστεί στο θέατρο ως σκηνογράφος και ενδυµατολόγος και θα συνεργαστεί µε τους σημαντικότερους ηθοποιούς και σκηνοθέτες της εποχής του:

Yannis Tsarouchis with Christina Tsingou and Samuel

Becket in Marousi, 1967.Photo (c) Marina Karagatsi

«Ἠ θητεία µου ὡς σκηνογράφου µου έδωσε την ευκαιρία να µελετήσω το θέατρο από πολύ μεγάλους ηθοποιούς και ενδιαφέροντες σκηνοθέτες. Έχω κάνει πολλά έργα µε τον Κουν, τον Μινωτή και δούλεψα µε την Κοτοπούλη, τον Βεάκη, την Κατερίνα, την Παξινού. την Μελίνα, την Λαμπέτη, την Μαρία Κάλλας, την Τσίγκου και πολλούς άλλους εξαίρετους ηθοποιούς ή λιγότερο γνωστούς αλλά όχι λιγότερο καλούς»

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1928 µέχριτο 1933 µε δασκάλους, µεταξύ άλλων, τους Δημήτρη Μπισκίνη (διακοσμητική), Θωμά Θωμόπουλο (γλυπτική}, Γιάννη Κεφαλληνό (χαρακτική) καιτους Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, Γεώργιο Ιακωβίδη, Δημήτριο Γερανιώτη, Βικέντιο Μποκατσιάµπη, Σπύρο Βικάτο και Κωνσταντίνο Παρθένη (ζωγραφική). Τα τελευταία δύο χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών μαθητεύει µε προτροπή του Πικιώνη στο εργαστήριο του Παρθένη. Από το εργαστήρι του Παρθένη θα αποφοιτήσει µε βαθµό άριστα.

Τη χρονική περίοδο 1930 αρχές 1934 παράλληλα µε τη Σχολή µαθητεύει στον Φώτη Κόντογλου, και ως βοηθός του µυείται στη βυζαντινή αγιογραφία. Ο Φώτης Κόντογλου του διδάσκει τη τεχνική των βυζαντινών εικόνων, της νωπογραφίας καιτης τυπογραφίας.

«Από το 1930 ως το 1934 γίνομαι µαθητής και βοηθός του Κόντογλου, για να µάθω όσα μπορώ περισσότερα για την βυζαντινή ζωγραφική. Για εκείνη την εποχή είναι η µόνη λύση, αφού θέλω να συνδυάσω το προαιώνιο ελληνικό σχέδιο µε το καθαρό χρώμα, την γρήγορη ελεύθερη εκτέλεση, την φωτοσκίαση, που ξεκινά από την ελληνιστική παράδοση και ξαναενσαρκώνεται µε την ζωγραφική της Αναγεννήσεως»

«Το 1933 ετελείωσα τη θητεία µου, την τριετή µου θητεία δίπλα στον Κόντογλου και ένα χρόνο µετά τέλειωνε και η θητεία µου στον Παρθένη, που κράτησε άλλα τόσα χρόνια. Μα υπήρχαν άλλες δύο θητείες, παράλληλες: δίπλα στον Πικιώνη και στον Διαμαντή Διαμαντόπουλο, στον οποίο οφείλω πολλά... Ο καθένας από αυτούς μούδωσε τη δύναμη και τη πίκρα της γνώσεως»

Την περίοδο αυτή διαμορφώνει µια ποικιλία ενδιαφερόντων µε έµφαση στη σκηνογραφία. Το 1930 συνεργάζεται µε την Έλλη Παπαδημητρίου, που διεύθυνε το κατάστηµα «Λαϊκές Τέχνες» µε στόχο την ενίσχυση της λαϊκής βιοτεχνίας, εκτελεί σχέδια για υφάσματα, έπιπλα, κεραμικά και άλλα. Γνωρίζεται µε την Αγγελική Χατζημιχάλη και εντρυφεί στην λαϊκή φορεσιά. Μαθαίνει να ψέλνει και την ἴδια χρονιά αντιγράφει πορτρέτα Φαγιούμ στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Μαθαίνει από την Εύα Σικελιανού να υφαίνει σε αργαλειό και, μελετά και αντιγράφει δείγµατα κοπτικής υφαντικής. Το 1934 ιδρύει µε τον Κάρολο Κουν και τον Διονύση Δεβάρη τη ᾿Λαϊκή Σκηνή', που διαλύεται το 1936. Η πρώτη του συνεργασία µε τον Κάρολο Κουν είναι στο ανέβασμα της Ἐρωφίλης' του Χορτάτση, όπου κάνει τα κοστούµια και τα σκηνικά. Το 1934 ξεκινά και την συγγραφή σουρεαλιστικών ποιημάτων, ενασχόληση που θα διαρκέσει µέχρι καιτο 1937.

«Πολύ γρήγορα έπαψα να θεωρώ τιµή ότι συντελώ στην καταστροφή του παλιού κόσμου. Πάντως χρειάστηκε πολύς καιρός για να συνειδητοποιήσω πως ότι γκρεμίστηκε είναι καλώς γκρεµισµένο, αλλά πως θα᾽ ταν ανόητο να γενικεύσει κανείς το χάλασµα από ανάγκη ιδεολογικής ενότητας»

Το 1934-1935 δημιουργεί σειρά αφηρηµένων έργων, το µεγαλύτερο µέρος των οποίων δωρίζει στην Εθνική Πινακοθήκη. Στα 1935-6, αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη, πηγαίνει στο Παρίσι για ένα χρόνο (Σεπτέμβρης 1995 - Σεπτέμβρης 1936) και στο Λούβρο μελετάει την Αναγέννηση, τον 19ο αιώνα, τον Ingress και σε άλλα μουσεία τον Manet καιτους Εµπρεσιονιστές, Γράφεται στο εργαστήρι του Hayterre όπου μαθαίνει χαλκογραφία και έχει συμφοιτητές τον Max Ernst καιτον Giacometti. ζωγραφίζει ποδηλάτες µεταμφιεσμένους σε τσολιάδες και κάνει σουρεαλιστικά σχέδια. Από τον Teriade (Στρατή Ελευθεριάδη] µε τον οποίο αναπτύσσει βαθιά φιλία, έρχεται σε επαφή µε τα έργα του Θεόφιλου της Συλλογής Teriade, έργα τα οποία στη συνέχεια θα εκτίθενται στο Μουσείο Θεόφιλου στη Μυτιλήνη.

«Από το Ί934 ὥςτο 1935 αντιδρώ σ'᾿ αυτές µου τις τάσεις (συνδυασµός του προαιώνιου ελληνικού σχεδίου µε το καθαρό χρώμα, την γρήγορη, ελεύθερη εκτέλεση, την φωτοσκίαση που ξεκινά από την ελληνική παράδοση και ξαναενσαρκώνεται µε τη ζωγραφικήτης Αναγεννήσεως...) µε αρκετή βιαιότητα. Θέλω να γνωρίσω ότι ψυχρό και δυσάρεστο έχει η εποχή µας. Προαισθάνοµαι το σουρεαλισµό που δεν τον έχω ακόµα γνωρίσει. Ένα χρόνο πιο ύστερα βρίσκομαι στο Παρίσι. Προσπαθώ εκεί να γνωρίσω, από την µια µεριά την παλιά τέχνη και από την άλλη τις πιο ακραίες επαναστάσεις. Καταδικάζω µια για πάντα κάθε είδους φτηνή νοσταλγία του παρελθόντος, αλλά και δεν παύω να κρίνω, όσο πιο σωστά μπορώ, τις ριζοσπαστικές λύσεις που µε ενδιαφέρουν. Αφού περάσω µια κρίση αντιζωγραφική, ανακαλύπτω στο τέλος τους μεγάλους ζωγράφους του 19ου αιώνος, την ζωγραφική της Πομπηίας και τα ελληνιστικά ρωμαϊκά»

Το 1936 επιστρέφει στην Ελλάδα µέσω Ρώμης και Νάπολης, όπου γνωρίζει τη ζωγραφική Πομπηίας. Τα έργα της περιόδου 1936-1939 έχουν εμφανείς επιρροές από τον Matisse, αλλά τα χρώματα που χρησιμοποιεί παραπέμπουν στη χρωματική κλίµακα των αφισών του Σπαθάρη καιτου Δεδούσαρου. Το 1938, δύο χρόνια µετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποιεί την πρώτη ατομική του έκθεση µε έργα των ετών 1929-1938, στο κατάστηµα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα. Πρόκειται για έργα στα οποία αρχίζει να διαφαίνεται το προσωπικό του ύφος, αποτέλεσµα των μελετών και των αναζητήσεών του. Συμμετέχει επίσης στην Α᾿ Πανελλήνια Έκθεση του Ζαππείου και σκηνογραφεί τη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου στο Θέατρο Κοτοπούλη.

Πολεμάει το 1940 στο µέτωπο της Αλβανίας. Τη περίοδο της Κατοχής για βιοποριστικούς λόγους ασχολείται κυρίως µε σκηνογραφικό έργο, καθώς επίσης και ως συντηρητής και διακοσμητής. Συνεργάζεται ως µόνιµος σκηνογράφος στο Θέατρο Κατερίνας. Σκηνογραφεί, το 1946, τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι στο Εθνικό Θέατρο και εκθέτει στη γκαλερί Ῥόμβος' προσχέδια για θεατρικές σκηνογραφίες και υδατογραφίες͵ Ιδρυτικό µέλος της Οµάδας Αρμός (1949) που πραγματοποιεί την πρώτη της έκθεση στο Ζάππειο, όπου συμμετέχει µε οκτώ έργα της περιόδου 1938-1948 (και στη συνέχεια στις εκθέσεις του ᾿Αρμού᾽ το 1950, 1953. 1954).

Το 1951 εκθέτει για πρώτη φορά στο Παρίσι, έργα της περιόδου 1936-1939 και 1948-1950, στην «Gallerie d’Art du Faubourg» και την ἴδια χρονιά τα έργα αυτά εκτίθενται στο Λονδίνο στην «Redfern Gallery». Το 1952 του αφιερώνεται, στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας, έκθεση έργων των ετών 1932-1952 µεταξύ των οποίων είναι σκηνογραφίες και σχέδια.

Το 1953 εκθέτει στη Πανελλήνια έκθεση του Ζαππείου και στη συνέχεια σε ομαδική έκθεση στον «Αρµό». Μέσα στο χρόνο εκθέτει πορτρέτα και τοπία στην γκαλερί της «Payne». Την ίδια χρονιά κλείνει συμβόλαιο µε τη Γκαλερί Ιόλας της Νέας Ὑόρκης. Η συμφωνία µε τον Αλέξανδρο Ιόλα του παρέχει συστηματικό εισόδηµα αντί των έργων που δημιουργείτην περίοδο εκείνη (1953-1957], και του επιαρέπει να ζωγραφίσει «μερικά από τα καλύτερά του έργα», όπως τα Καφενεία «Νέον», «Παρθενών» και «Μαυροκέφαλου», καθώς καιτην «Ξεχασμένη φρουρά». Τα έργα του, που είχε υποβάλει ὡς υποψήφιος για το βραβείο Guggenheim, εκτίθενται το 1958 στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού και στη συνέχεια στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης, ενώ την ίδια χρονιά συμμετέχει µε τον Αντώνη Σώχο και τον Γιάννη Μόραλη στο Ελληνικό περίπτερο στην Biennale της Βενετίας.

«Από το '48 ως το '50 συνεχίζονται οι δύο αυτές αναζητήσεις, ζωγραφική απ' το φυσικό µε λάδι και συγχρόνως ένας είδος ανατολίτικου εξπρεσιονισμού που παίρνει το θάρρος να υπάρχει αναμφισβήτητα από τον Ματίς, Το ’51 κάνω δύο εκθέσεις, µια στο Παρίσι, µια στο Λονδίνο... Το 1957 διέκοψα τη συνεργασία µου µε την γκαλερί Ιόλα της Νέας Υόκης, που άρχισε το 1953. Από το '57 ὡς το '63 ζωγράφισα πολύ λίγο. Εργάστηκα για το θέατρο στην Αμερική (Ντάλας, Τέξας) στο Μιλάνο, στο Λονδίνο. Το 62 παράτησα κάθε άλλη ασχολία και κάθε άλλη βιοποριστική εργασία και άρχισα να ζωγραφίζω»

Το 1958 μεταβαίνει στην Dallas Civic Opera στο Τέξας και φιλοτεχνείτα σκηνικά και τα κοστούμια για την όπερα «Μήδεια» του Κερουμπίνι, µε πρωταγωνίστρια την Μαρία Κάλλας και σκηνοθέτη τον Αλέξη Μινωτή (όπερα που στη συνέχεια θα ανέβει στο Covent Garden του Λονδίνου, στην Επίδαυρο και στην Σκάλα του Μιλάνου). Όλη τη περίοδο 1958-1962 ασχολείται κυρίως µε θεατρικές σκηνογραφίες («Νόρμα» του Bellini µε την Μαρία Κάλλας στην Επίδαυρο και «Οιδίπους» σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή στο Θέατρο Ολύμπικο). Την χρονική περίοδο 1960-1962 γίνεται καθηγητής της σκηνογραφίας στη Σχολή Δοξιάδη και καλλιτεχνικός σύμβουλος στην Εμπορική Τράπεζα. Κάνειτις σκηνογραφίες της «Θαἴδας» στην Όπερα του Ντάλας µε σκηνοθέτη τον Φράνκο Τζεφιρέλι. Το 1961 πραγματοποιεί ατοµική έκθεση στη γκαλερί Ζουμπουλάκη µε θέµα τα «Άνθη από το St. Jean Cap-Ferrat της Γαλλίας», καθώς και τα σκηνικά της Μήδειας, καθώς και της όπερας «Θαἵς». Το 1962 κάνει τις σκηνογραφίες και τα κοστούµια για τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν στο Θέατρο των Εθνών στο Παρίσι.

Το 1965 κάνει τα σκηνικά και τα κοστούµια για τις «Τρωάδες» στο Θέατρο των Εθνών σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη και γιατους «Πέρσες» στο Aldwich Theatre στο Λονδίνο σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Την ἴδια χρονιά εκθέτει στο 'Παλαιοπωλείο Μεζίκη' ορισμένα «φανταστικά τοπία». Το 19668 εκθέτει στη γκαλερί 'Μέρλιν’ έργα των ετών 1965-1966 και πραγματοποιεί µια αναδρομική έκθεση στη γκαλερί ‘Astor᾽ µε έργατης περιόδου 1918-1940. Η γκαλερί Claude Bernard του Παρισιού τον καλεί να μετάσχει µε ένα πορτρέτο σε µια ομαδική έκθεση µε σημαντικούς καλλιτέχνες (Bacon, Braque, Chagall, Giacometti, Modigliani, Picasso).

Με την επιβολή της Δικτατορίας το 1967 εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου θα αποχωρήσει οριστικά το 1983. Από το 1967 έωςτο 1975 συνεργάζεται σε λίγες θεατρικές παραστάσεις αλλά κάνει µακέτες για τις ιδανικές του παραστάσεις. Την ίδια εποχή δημιουργεί µε τη σκηνογράφο Λίλα ντε Νόμπιλι µια «ακαδημία» [ή ένα είδος ακαδημίας] για την εκμάθηση σχεδίου, όπου μαζεύονταν περιστασιακά Γάλλοι και Έλληνες µαθητές και σχεδίαζαν εκ του φυσικού δωρεάν.

«Στο Παρίσι οργάνωσα πιο πολύ από πριν τις μελέτες µου της τέχνης του Ί8ου αιώνα. Ο 19ος αιών και το Βυζάντιο είναι για µένα τα σίγουρα µέσα για να βρω µέσα µου (που αλλού;) αυτό το ανθρώπινο νόηµα που κατέληξε στην ελληνιστική παράδοση»

Τη περίοδο 1972-1973 πραγματοποιείται µια έκθεση έργων του της εποχής 1938-1959 στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, όλα µε έργα προερχόμενα από τη συλλογή Ιόλα.

Το 1974 οργανώνεται έκθεση έργων του στην γκαλερί ΙΙ Gabbiano στη Ρώμη, µέρος της οποίας μεταφέρεται και στην γκαλερί Forni της Μπολόνια. Εκθέσεις του οργανώνονται από την γκαλερί ΙΙ Gabbiano και στη Διεθνή Αγορά Σύγχρονης Τέχνης FIAC στο Grand Palais στο Παρίσι το 1980 και µετά το θάνατο του το 1989. Στο πλαίσιο του Ελληνικού Μήνα στο Λονδίνο, το 1975 παρουσιάζονται έργα του στην έκθεση «Four Painters of 20th century Greece: Theophilos, Kontoglou, Ghika, Tsarouchis», στη Wildenstein Gallery.

Από το 1975 µέχρι το 1983 ζει µεταξύ Αθήνας και Παρισιού. Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη σε δική του μετάφραση, διδασκαλία και σκηνογραφία, σε ένα υπαίθριο πάρκιγκ στο κέντρο της Αθήνας. Όλη του τη ζωή ασχολήθηκε επίσης µε την εικονογράφηση βιβλίων και τη μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για τη τέχνη. Το 1978 η γκαλερί Ζυγός οργανώνει έκθεση σχεδίων του. Το 1981 οργανώνεται από το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης η µόνη µεγάλη αναδρομική του έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

Το 1981 ιδρύει το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, το οποίο στεγάζεται στο σπίιτου στο Μαρούσι µε σκοπό τη διάδοση και τη µελέτη του έργου του. Το 1982 ανοίγει ως Μουσείο Τσαρούχη και οργανώνει ετήσιες θεματικές εκθέσεις από το σύνολο του έργου του.

Το 1982 πραγματοποιεί έκθεση έργων στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη µε τίτλο «Ζεϊμπέκικα». Την ἴδια χρονιά ο Γιάννης Τσαρούχης ανεβάζει µε δική του μετάφραση, διδασκαλία και σκηνοθεσία τη παράσταση Επτά επί Θήβας του Αισχύλου στο Θέατρο Μοσχοποδίου Θήβας, η οποία στη συνέχεια παίζεται στην Ελευσίνα και στο Λυκαβηττό.

Τη περίοδο 1983-1989 πραγματοποιείται σειρά εκθέσεων - αναφέρονται ενδεικτικά αυτές στις γκαλερί Ζυγός, Γκαλερί 8, Αίθουσα Σκουφά. Το 1986 οργανώνεται έκθεση φωτογραφιών σκηνογραφιών του Τσαρούχη από το Theatre National du Chaillot, όσο παιζόταν εκεί η Ηλέκτρα σε σκηνοθεσία Antoine Vitez, και σκηνογραφία του Γιάννη Κόκκου, µε φόντο του σκηνικού το έργο του Γιάννη Τσαρούχη «Ο Πειραιάς από το σπίιτου Γκιώνη».

Τη περίοδο 1987-1988 πραγματοποιείται µεγάλη έκθεση του σκηνογραφικού του έργου, µε µακέτες, στο Μουσείο Γουλανδρή (Κυκλαδικής Τέχνης]. Συνεχίζει την ενασχόληση του µε τη σκηνογραφία µέχρι το τέλος της ζωής του.

Το 1989 ετοιμάζεται να ανεβάσει τον Ορέστη του Ευριπίδη σε δική του μετάφραση, σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια όταν στις 20 Ιουλίου επέρχεται ο θάνατος του.

error: Content is protected !!